- θέλγητρο(ν)
- το привлекательность; прелесть;
τα θέλγητρ — а прелести
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα θέλγητρ — а прелести
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… … Dictionary of Greek
θέλγητρο — το γοητεία, χάρη, ομορφιά: Κανένας δε μένει ασυγκίνητος από τα θέλγητρά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόητρο — το 1. θέλγητρο 2. κύρος, μεγαλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόης + (επίθημα) τρο (πρβλ. θέλγητρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Α. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
άστοργος — η, ο (AM ἄστοργος, ον) ο χωρίς στοργή, ο άκαρδος, ο σκληρός αρχ. ο δίχως θέλγητρο ή γοητεία … Dictionary of Greek
αθέλγητρος — η, ο [θέλγητρο] ο δίχως θέλγητρα, μη θελτικός, μη ελκυστικός … Dictionary of Greek
ατραξιόν — η 1. θέλγητρο, γοητεία 2. ευχάριστο, ελαφρό θέαμα (σε μουσικό θέατρο ή τσίρκο). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. attraction «έλξη» < (λατ. ρ.) trahere «έλκω»] … Dictionary of Greek
γητειά — και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το [γητεύω] 1. μαγική επωδή, ξόρκι 2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια 3. θέλγητρο, γοητεία … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… … Dictionary of Greek